ακουμπίζω
Смотреть что такое "ακουμπίζω" в других словарях:
ακουμπίζω — (Μ ἀκουμπίζω) βλ. ακουμπώ … Dictionary of Greek
γκουπίζω — ακουμπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ακουμπίζω] … Dictionary of Greek
ακουμβίζω — ἀκουμβίζω ή ἀκκουμβίζω και ἀκουμπίζω (Μ) (Ν ακουμπίζω) 1. κατακλίνομαι, ξαπλώνω στο ακούβιτο για να γευματίσω, «κάθομαι στο τραπέζι» 2. ακουμπώ* νεοελλ. αποθέτω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. προέρχεται είτε από το λατ. accumbo «κατακλίνομαι» και την κατάλ. ίζω … Dictionary of Greek
ακουμπώ — ( άω) και ακουμπίζω 1. κλίνω το σώμα μου και στηρίζομαι κάπου ή απλώς στηρίζομαι 2. ξαπλώνω 3. κάθομαι για να ξεκουραστώ ή να ανακουφιστώ 4. επαφίεμαι, βασίζομαι, στηρίζομαι σε κάποιον 5. τοποθετώ, αποθέτω κάτι κάπου 6. αγγίζω, ψαύω 7. (για… … Dictionary of Greek
ακουμπίστρα — η [ακουμπίζω] 1. μέρος που μπορεί κανείς να ακουμπήσει 2. πεζούλα ή πέτρα όπου ακουμπά κανείς για λίγο το φορτίο του … Dictionary of Greek
ακουμπιστήρι — το [ακουμπίζω] 1. το μέρος όπου ακουμπά κανείς, στήριγμα 2. το μπαστούνι, το ραβδί 3. καταφύγιο, προστασία … Dictionary of Greek
ακουμπιστός — ή, ό [ακουμπίζω] αυτός που έχει ακουμπήσει κάπου, ακουμπισμένος, στηριγμένος … Dictionary of Greek
ακούμπισμα — το [ακουμπίζω] το ακούμπημα … Dictionary of Greek
κουμπίζω — 1. στηρίζω κάτι σε κάτι άλλο, ακουμπώ («εκούμπισε την κεφαλή στη χέραν τσ η καημένη», Ερωτόκρ.) 2. (αμτβ.) στηρίζομαι σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακουμπίζω, με σίγηση τού αρκτικού α (πρβλ. σφαλίζω < ασφαλίζω)] … Dictionary of Greek
ακουμπώ — και ακουμπίζω ησα, ημένος και ισμένος, ως μτβ. 1. εγγίζω: Μόλις ακούμπησα το βάζο έπεσε κι έσπασε. 2. στηρίζω κάτι κάπου: Ακούμπησε τα βιβλία στο τραπέζι. 3. μτφ., καταθέτω χρήματα στην τράπεζα: Τις οικονομίες του τις ακουμπά ταχτικά στην τράπεζα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)